Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας

                         



                         Τι είναι ενδοσχολική βία
Ενδοσχολική βία είναι μια κατάσταση κατά την οποία ασκείται εσκεμμένη, απρόκλητη, συστηματική και επαναλαμβανόμενη βία και επιθετική συμπεριφορά με σκοπό την επιβολή και την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου σε μαθητές από συμμαθητές τους, εντός και εκτός σχολείου.



                Πώς καταλαβαίνουμε ότι μια συμπεριφορά 
                συνιστά ενδοσχολική βία;
Η βίαιη συμπεριφορά είναι σκόπιμη.
Η βίαιη συμπεριφορά επαναλαμβάνεται. Τα παιδιά που δέχονται βία γίνονται, συνήθως, στόχος ξανά και ξανά και για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Τα παιδιά που δέχονται τη βία δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους γιατί είναι λιγότερο δυνατά από τα παιδιά που ασκούν βία.

                   Ποιες είναι οι μορφές ενδοσχολικής βίας
                                         Σωματική βία
Απειλή τραυματισμού ή φυσικός τραυματισμός του παιδιού (χειρονομίες, σπρωξίματα, ξυλοδαρμοί).
Προσπάθεια για κλοπή και απόσπαση χρημάτων ή προσωπικών αντικειμένων.
Σεξουαλική παρενόχληση και κακοποίηση με ανήθικες χειρονομίες, ανεπιθύμητο άγγιγμα, μέχρι και σοβαρές σεξουαλικές επιθέσεις.
                                         Λεκτική βία
Συστηματική χρησιμοποίηση φραστικών επιθέσεων, υβριστικών εκφράσεων, προσβολών, ειρωνείας, χρήση παρατσουκλιών.
Εκβιασμοί και απειλές.
Διάδοση αρνητικών σχολίων εξαιτίας της καταγωγής, της κοινωνικής τάξης, της οικονομικής κατάστασης, της διαφορετικότητας κτλ.
                                         Κοινωνική βία
Προσπάθεια για κοινωνική απομόνωση ορισμένων παιδιών και άσκηση επιρροής στην ομάδα των συνομηλίκων ώστε να αισθανθούν αντιπάθεια για κάποιο/α συμμαθητή/τρια τους.
                                         Ηλεκτρονική βία
Αποστολή απειλητικού ή υβριστικού υλικού μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των κινητών τηλεφώνων.

                         Ποια είναι η συχνότητα ενδοσχολικής βίας
Το 15-25% των μαθητών έχει εμπλακεί σε περιστατικά διαφόρων μορφών βίας.
Η πιο συχνή μορφή βίας είναι η λεκτική βία.
Τα αγόρια συμμετέχουν σε περιστατικά σωματικής βίας σε τριπλάσια συχνότητα σε σχέση με τα κορίτσια.
Αρκετοί μαθητές δεν αναφέρουν το γεγονός της εμπλοκής τους σε περιστατικά βίας.

                Πώς καταλαβαίνουμε ότι ένα παιδί 
                    έχει γίνει αντικείμενο βίας;
Παρουσιάζει μειωμένη διάθεση ή άρνηση να πάει στο σχολείο.
Επιλέγει να απουσιάζει αρκετές φορές από την τάξη.
Έχει απροσδόκητη πτώση στις σχολικές επιδόσεις.
Παρουσιάζει ξαφνική αλλαγή στη διάθεσή του.
Περνάει το χρόνο του στα διαλείμματα μόνο του ή κοντά στα γραφεία των εκπαιδευτικών.
Τα ρούχα του είναι συχνά σκισμένα ή κατεστραμένα.
Χάνει τα πραγματά του.
Έχει σημάδια στο σώμα από άσκηση βίας και αποφεύγει να εξηγήσει πώς συνέβησαν.
Παραπονιέται για ψυχοσωματικά προβλήματα.
 


Ποιες είναι οι επιπτώσεις της ενδοσχολικής βίας στους μαθητές
                                 Στα παιδιά που δέχονται τη βία
Ψυχοσωματικά προβλήματα (πονοκέφαλοι, πόνοι στο στομάχι και δυσκολίες ύπνου).
Άγχος και αισθήματα ανασφάλειας.
Θλίψη, στενοχώρια.
Μείωση της αυτοεκτίμησης.
Μοναξιά και απομόνωση.
Ανοχή την κοροϊδίας από φόβο χειρότερης μορφής βίας.
Δυσκολία συγκέντρωσης και προσοχής.
Αισθήματα αγωνίας για τις κοινωνικές σχέσεις.
Λίγες κοινωνικές επαφές.
Άρνηση για το σχολείο ή μειωμένη σχολική επίδοση.
                               Στα παιδιά που ασκούν βία
Νευρικότητα και υπερκινητικότητα.
Δυσκολία διαχείρισης θυμού και συγκρούσεων.
Αυξημένος κίνδυνος νεανικής και ενήλικης εγκληματικότητας, χρήση ουσιών και αλκοόλ.
Δυσκολίες στην επαγγελματική τους ζωή στο μέλλον.
Αυξημένη πιθανότητα βίαιης συμπεριφοράς μέσα στην οικογένεια.
                       
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των μαθητών που ασκούν βία
Είναι άτομα με έντονη, εξωστρεφής, παρορμητική προσωπικότητα.
Έχουν δυσκολία στη διαχείριση του θυμού.
Δεν μπορούν να ανεχτούν τη διαφορετικότητα.
Είναι χειριστικά άτομα.
Παρουσιάζουν ισχυρή θέληση για κυριαρχία.
Δικαιολογούν τις πράξεις τους ως πρόκληση από το άλλο άτομο και τις εκλογικεύουν ελαχιστοποιώντας τις συνέπειες για το άτομο.
Δείχνουν έλλειψη ενσυναίσθησης, δεν μπορούν να μπουν εύκολα στη θέση του άλλου.
Θεωρούν την άσκηση βίας ως μέσο κυριαρχίας στην ομάδα και νιώθουν ότι έτσι αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη.
Βιώνουν τη βία ως τρόπο αποφυγής της ρουτίνας του σχολείου.
Μιμούνται επιθετικές συμπεριφορές ατόμων από την οικογένεια ή το σχολείο.
Είναι ευάλωτα στην πίεση από την ομάδα των συνομηλίκων ή υπακούν εύκολα στις εντολές άλλων παιδιών δυνατότερων από αυτά.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των μαθητών που δέχονται βία
Είναι συνήθως ευαίσθητα, ήσυχα και ντροπαλά άτομα.
Δεν διαθέτουν υψηλή αυτοπεποίθηση. 
Δεν διεκδικούν αυτό που θέλουν και υποχωρούν εύκολα.
Μπορεί να είναι άτομα αντιδραστικά, αδέξια, αυθόρμητα, συχνά υπερκινητικά με δυσκολία συγκέντρωσης.
Διαφέρουν ως προς κάποιο χαρακτηριστικό (εθνότητα, θρήσκευμα, αναπηρία, σεξουαλικός προσανατολισμός, εμφάνιση, παχυσαρκία, κλπ).


Το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας συνιστά μια σύνθετη αλληλεπίδραση παραγόντων που εστιάζονται τόσο στο χώρο της οικογένειας όσο και στο πλαίσιο του σχολείου αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας. Συγκεκριμένα:                
                                
                                                 Ρόλος της οικογένειας
Τα παιδιά που ασκούν βία μπορεί να μεγαλώνουν σε οικογένειες που  δεν τους βάζουν κανόνες και δεν τα ελέγχουν.
Η οικογένεια ενδέχεται να επαινεί την επιθετική τους συμπεριφορά.
Οι σκληρές τιμωρίες, η αυταρχικότητα, το φέρσιμο χωρίς ζεστασιά και τρυφερότητα αλλά και η συναισθηματική παραμέληση μπορεί να οδηγήσει το παιδί σε επιθετική συμπεριφορά στο σχολείο.
Οι καυγάδες και η βία μέσα στο σπίτι επηρεάζουν αρνητικά τα παιδιά γιατί εκλαμβάνεται η βία ως μέθοδος επίλυσης προβλημάτων. 
Τα παιδιά που γίνονται ευκολότερα θύματα βίας μπορεί να έχουν γονείς που τα προστατεύουν υπερβολικά και δεν τα βοηθούν να αποκτήσουν ανεξαρτησία και αυτονομία.            

                                                 Ρόλος του  σχολικού πλαισίου
Το σχολικό πλαίσιο ενισχύει τη βία:
Όταν ανέχεται, δικαιολογεί ή αδιαφορεί για τα περιστατικά βίας.
Όταν εστιάζει κυρίως στην επίδοση και λιγότερο στη συμπεριφορά των παιδιών.
Όταν προωθεί την ανταγωνιστικότητα και όχι τη συνεργασία ανάμεσα στα παιδί.
Όταν θέτει πολύ αυστηρούς κανόνες και δεν ενθαρρύνει την έκφραση των παιδιών.

                                                 Ρόλος της κοινωνίας
Η κοινωνία ενισχύει την ενδοσχολική βία όταν:
Αντιμετωπίζει τη βία στις διαπροσωπικές σχέσεις ως μια αποδεκτή μορφή συμπεριφοράς.
Θεωρεί ότι η επιθετικότητα επιτρέπεται (κυρίως στα αγόρια).
Δεν αποδέχεται ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από το μέσο όρο.
Αδιαφορεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Υιοθετεί αξίες άκρατου ατομικισμού χωρίς έμφαση στην αλληλεγγύη και τη συμπαράσταση μεταξύ των μελών της.
Προβάλλει μέσα από τα μαζικά μέσα ενημέρωσης συνεχώς σκηνές βίας δίνοντας το μήνυμα πως η βία είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώνουμε και να λύνουμε τις διαφορές μας. 

                
              Ποια είναι η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση 
                    από την πλευρά των γονιών 
Αποφεύγουμε παρορμητικές αντιδράσεις. 
Συζητάμε ανοιχτά με το παιδί.
Διαβεβαιώνουμε ότι δεν ευθύνεται το ίδιο για το ότι είναι θύμα βίας.
Τονίζουμε ότι είμαστε εδώ για να το προστατεύσουμε και να αντιμετωπίσουμε μαζί την κατάσταση.
Του λέμε ότι τα πράγματα θα αλλάξουν μόνο αν σπάσει η σιωπή.
Του εξηγούμε ότι το να μιλήσει στους ενήλικες για τα περιστατικά βίας δεν αποτελεί ‘κάρφωμα’. Αντίθετα, έτσι προστατεύει μελλοντικά και βοηθά και άλλα παιδιά που ενδεχομένως αποτελούν ‘θύματα’ βίας.
Τονίζουμε ότι το πρόβλημα δεν το έχει το θύμα αλλά ο δράστης.
Ενθαρρύνουμε το παιδί να αναπτύξει τα ταλέντα και  τη δημιουργικότητά του ενισχύοντας την αυτοεκτίμησή του.
Ενθαρρύνουμε το παιδί να αναπτύξει νέες φιλίες.
Θέτουμε ξακάθαρα όρια που ακολουθούνται με συνέπεια και σεβασμό χωρίς απειλές και ειρωνίες.
Αναζητούμε τη βοήθεια ειδικών, αν το πρόβλημα επιμένει ή χειροτερεύει.
 


 


Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Πότε η υποστήριξη από τους oικείους είναι πραγματικά βοηθητική;





Πότε η υποστήριξη από τους oικείους είναι πραγματικά βοηθητική;
Άρθρο του Καλιαμπού Απόστολου
Κλινικού Ψυχολόγου, Διδάκτωρ Ψυχολογίας Α.Π.Θ.

Οι κοινωνικοί δεσμοί και οι ανθρώπινες σχέσεις είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες για τη ζωή των ατόμων. Ειδικότερα, για κάθε άτομο, η ύπαρξη ενός δικτύου από ανθρώπους που το υποστηρίζουν συμβάλλει σημαντικά στην ψυχική υγεία και στην προσαρμογή του σε δύσκολες καταστάσεις.
Η πλειονότητα των ερευνών δείχνει ότι όταν τα άτομα λαμβάνουν υπόστηριξη, τότε αισθάνονται καλύτερη ποιότητα ζωής, αυξημένη ψυχική ευεξία και λιγότερο στρες και δυσφορία. Παρόλα αυτά, στη βιβλιογραφία υπάρχουν ορισμένες έρευνες οι οποίες δείχνουν ότι η υποστήριξη δεν σχετίζεται με την ποιότητα ζωής των ατόμων και μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η υποστήριξη μπορεί να συντελέσει στην αύξηση της δυσφορίας των ατόμων που τη λαμβάνουν. Για παράδειγμα, ορισμένες φορές, τα οικεία πρόσωπα δεν ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν στο άτομο που χρειάζεται βοήθεια και μπορεί άθελά τους να οδηγηθούν σε συμπεριφορές, οι οποίες κάνουν το άτομο να αισθανθεί απόρριψη και να μη θέλει να αναζητήσει υποστήριξη από τα άτομα αυτά. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν οι  οικείοι υποτιμούν τη σοβαρότητα του προβλήματος του ατόμου, κάνουν κριτική ή σχόλια χωρίς κατανόηση, δείχνουν προσποιητή ευθυμία, δείχνουν το νοιάξιμό τους με υπερβολικό τρόπο, υπερπροστατεύουν και θυματοποιούν το άτομο και γενικώς δίνουν υποστήριξη που δεν είναι επιθυμητή από το άτομο. Όταν τα άτομα λαμβάνουν υποστήριξη που δεν είναι επιθυμητή, τότε αυξάνεται ο κίνδυνος να αισθανθούν διάφορα δυσάρεστα συναισθήματα όπως:  α) ότι αποτελούν βάρος στους άλλους, β) οι άλλοι απλώς τους λυπούνται, γ) οι άλλοι δεν τους καταλαβαίνουν ή δ) δεν νοιάζονται πραγματικά για αυτούς. Φαίνεται, λοιπόν, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η προσφορά υποστήριξης μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις και αντί να βοηθήσει, ίσως λειτουργήσει αρνητικά στην ψυχική υγεία των ατόμων που βιώνουν ένα πρόβλημα. Προκύπτει λοιπόν ένα σημαντικό ερώτημα: Πότε η υποστήριξη βοηθάει ουσιαστικά τα άτομα που βιώνουν μια δύσκολη κατάσταση; Ποιες είναι οι συνθήκες δηλαδή, κάτω απο τις οποίες η υποστήριξη έχει πραγματικό όφελος για τα άτομα που τη λαμβάνουν;






Βοηθητικότητα της υποστήριξης
Αρκετοί ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι η υποστήριξη για να είναι χρήσιμη πρέπει να ταιριάζει με τις ανάγκες του ατόμου που προκύπτουν από το πρόβλημα. Η υποστήριξη, δηλαδή, έχει επίδραση στην ποιότητα ζωής των ατόμων μόνο όταν εκπληρώνει και ικανοποιεί τις συγκεκριμένες ανάγκες που έχουν τα άτομα για υποστήριξη. Για παράδειγμα, όταν ένα άτομο έχει ανάγκη από συναισθηματική ενθάρρυνση, θα νιώσει δυσαρέσκεια και δεν θα βοηθηθεί όταν οι οικείοι απλά και μόνο τον κριτικάρουν ή του υπενθυμίζουν συνεχώς πόσο άσχημη είναι η κατάσταση που βιώνει. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο χρειάζεται συναισθηματική υποστήριξη προκειμένου να επεξεργαστεί και να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και όχι μια συμπεριφορά κριτική ή μοιρολατρική. Βέβαια, σε κάποια άλλη περίπτωση και για κάποιο άλλο πρόβλημα, το άτομο μπορεί να χρειάζεται περισσότερο μια άλλου τύπου υποστήριξη π.χ συγκεκριμένες συμβουλές. Σε εκείνη την περίπτωση, μόνο όταν το άτομο λάβει καθοδήγηση η οποία θα δοθεί με ακρίβεια και σαφήνεια, θα ωφεληθεί από τους οικείους του. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι ανάγκες κάθε ατόμου διαφέρουν μεταξύ τους και επίσης διαφοροποιούνται και μέσα στο ίδιο το άτομο ανάλογα με τις απαιτήσεις του κάθε προβλήματος και τη διαφορετική χρονική στιγμή. Για παράδειγμα, σε μια ορισμένη χρονική στιγμή, το άτομο μπορεί να μην έχει ανάγκη τόσο από συναισθηματική εμπλοκή αλλά να χρειάζεται απλά και μόνο τη φυσική παρουσία των οικείων του προσώπων για να συμμετέχει μαζί τους σε κοινές δραστηριότητες. Σε εκείνη την περίπτωση, ίσως, δεν επιθυμεί υπερβολική συναισθηματική εμπλοκή γιατί πιθανόν, η συναισθηματική εμπλοκή σε παρατεταμένο βαθμό τον/η κάνει να αισθάνεται ακόμα πιο ευάλωτος/η και εξαρτημένος/η. Φαίνεται, λοιπόν, ότι είναι πρωταρχική προϋπόθεση για τους οικείους να κατανοήσουν τις συγκεκριμένες ανάγκες του ατόμου τη δεδομένη χρονική στιγμή έτσι ώστε η υποστήριξη που θα παρέχουν στο άτομο να έχει ουσιαστικό αντίκρυσμα και πραγματικό όφελος για το άτομο που τη χρειάζεται.
Μια άλλη προσέγγιση για τη βοηθητικότητα της κοινωνικής υποστήριξης λαμβάνει υπόψη το θεωρητικό πλαίσιο του αυτο-καθορισμού. Σύμφωνα με αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, το άτομο έχει ανάγκη να συνδέεται με τους άλλους και να νιώθει ότι έχει ανθρώπους κοντά του, ωστόσο έχει παράλληλα και την ανάγκη για αυτονομία, να αισθάνεται δηλαδή, ότι η συμπεριφορά του είναι προϊόν της δικής του βούλησης. Η προσέγγιση αυτή πρεσβεύει ότι προκειμένου η κοινωνική υποστήριξη να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο, πρέπει να ικανοποιεί και τις δύο αυτές βασικές ανάγκες. Η σωστή, λοιπόν,  υποστήριξη είναι εκείνη που δίνεται με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να προάγει την αυτονομία του ατόμου χωρίς να προκαλεί εξάρτηση. Συγκεκριμένα, η ουσιαστική βοήθεια συνίσταται στην προσπάθεια να καταλάβει κάποιος την οπτική του άλλου ατόμου, να αποδεχτεί τα συναισθήματά του και να ενθαρρύνει την έκφρασή τους, χωρίς να προσπαθεί να ελέγξει τη συμπεριφορά και τα βιώματα του άλλου ατόμου. Σε μια τέτοια σχέση, μέσα από την ενθάρρυνση της έκφρασης των πηγαίων συναισθημάτων, υπάρχει το νοιάξιμο για τον ‘αληθινό’ εαυτό του άλλου ατόμου. Όταν τα άτομα λαμβάνουν τέτοιου είδους υποστήριξη, τότε αισθάνονται μεγαλύτερη αποδοχή και ασφάλεια και περισσότερη ελευθερία να είναι ο εαυτός τους.
Επιπρόσθετα, άλλοι ερευνητές στο χώρο της ψυχολογίας δίνουν έμφαση στον τρόπο που εκτιμά το άτομο την υποστήριξη που του δίνεται. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίζει ότι η επίδραση των υποστηρικτικών συμπεριφορών στα άτομα εξαρτάται από το προσωπικό νόημα που αποδίδουν τα άτομα στις συμπεριφορές αυτές και όχι τόσο από την αντικειμενική ‘ποσότητα’ της υποστήριξης που δέχονται. Ο σημαντικός παράγοντας είναι η αντίληψη για την υποστήριξη η οποία επηρεάζει την διάθεση των ατόμων περισσότερο ακόμα και από την υποστήριξη που πραγματικά λαμβάνουν από τους άλλους. Το κλειδί για την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής υποστήριξης είναι η αντίληψη του ατόμου ότι υπάρχουν πρόσωπα διαθέσιμα που νοιάζονται για αυτό και θα το βοηθήσουν εάν χρειαστεί. Αυτή η αντίληψη δημιουργεί ασφάλεια και σιγουριά στο άτομο ότι όποτε χρειαστεί θα έχει ανθρώπους δίπλα του να τον βοηθήσουν. Μάλιστα, αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι η αντίληψη αυτή  είναι πιο σημαντική και από την ίδια την υποστήριξη που πραγματικά λαμβάνει το άτομο. Ένας σημαντικός παράγοντας που συνεισφέρει στην εδραίωση αυτής της αντίληψης είναι όταν τα άτομα νιώθουν ότι οι άλλοι συνδέονται μαζί τους ελεύθερα και με τη θέλησή τους και δεν το κάνουν επειδή αισθάνονται ηθική υποχρέωση να βοηθήσουν.
Οι προσεγγίσεις που περιγράφησαν παραπάνω μοιράζονται ένα κοινό στοιχείο: δίνουν έμφαση στο γεγονός ότι δεν αρκεί απλά και μόνο οι οικείοι να προσφέρουν υποστήριξη, αλλά είναι σημαντικό να αντιληφθούν πότε πρέπει να δίνουν υποστήριξη, τι είδους και σε ποιο βαθμό, προκειμένου τα αγαπημένα τους πρόσωπα να βοηθηθούν πραγματικά από την υποστήριξη που λαμβάνουν. Μόνο μια υποστήριξη που είναι σε αντιστοιχία με τις δεδομένες ανάγκες του ατόμου, που ενισχύει την αυτοεκτίμηση και την αυτονομία του και προσφέρει το μήνυμα ότι οι οικείοι θα είναι δίπλα του σε ό,τι χρειαστεί, θα έχει άμεση θετική επίπτωση στη διάθεση και ψυχική υγεία του ατόμου.